- τριθειονικός
- -ή, -ό, Νφρ. «τριθειονικό οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση, θειονικό οξύ με τρία άτομα θείου στο μόριό του.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trithionic (acid) < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + thionic (< θείο* [II]). Η λ., στον λόγιο τ. τριθειονικόν (ὀξύ), μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.